- πανθελγής
- -ές, Ααυτός που τους θέλγει όλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. πολυ-θελγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανθελγέα — πανθελγής charming all neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πανθελγής charming all masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθελγέος — πανθελγής charming all masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανθελγέι — πανθελγέϊ , πανθελγής charming all dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)